χειρωνακτικός

χειρωνακτικός
[хиронактикос] επ. ручной, ремесленный,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "χειρωνακτικός" в других словарях:

  • χειρωνακτικός — ή, ό / χειρωνακτικός, ή, όν, ΝΜΑ [χειρῶναξ, ακτος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χειρώνακτα ή στη δουλειά του (α. «χειρωνακτική εργασία» β. «γένη... τὸ βάναυσον καὶ χειρωνακτικόν», Ευστ. γ. «τοὺς χειρωνακτικοὺς ἀπέλθωμεν καὶ βάναυσους», Πλάτ …   Dictionary of Greek

  • χειρωνακτικῶν — χειρωνακτικός of fem gen pl χειρωνακτικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρωνακτικόν — χειρωνακτικός of masc acc sg χειρωνακτικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρωνακτικαῖς — χειρωνακτικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρωνακτικαί — χειρωνακτικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρωνακτικῆς — χειρωνακτικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρωνακτικήν — χειρωνακτικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρικός — ή, όν, Α [χείρ, χειρός] αυτός που γίνεται με τα χέρια, χειρωνακτικός («χειρικὴν ἐμὴν ἐργασίαν», πάπ.). επίρρ... χειρικῶς Α με τα χέρια …   Dictionary of Greek

  • χερικός — ή, όν, ΜΑ [χέριον] αυτός που γίνεται με τα χέρια, χειρωνακτικός («χερικὴ ἐργασία», πάπ.) …   Dictionary of Greek

  • χειρωνακτικάς — χειρωνακτικά̱ς , χειρωνακτικός of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»